υποριπιζω

υποριπιζω
    ὑποριπίζω
    ὑπο-ρῑπίζω
    раздувать снизу
    

(πῦρ Anth.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "υποριπιζω" в других словарях:

  • υποριπίζω — MA βλ. ὑπορριπίζω …   Dictionary of Greek

  • ὑποριπίζει — ὑπορῑπίζει , ὑποριπίζω pres ind mp 2nd sg ὑπορῑπίζει , ὑποριπίζω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπορριπίζω — και ὑποριπίζω Α 1. ριπίζω από κάτω ή ήρεμα 2. μέσ. ὑπορριπίζομαι και ὑποριπίζομαι μτφ. διεγείρω («ὑπορριπίζεσθαι ἐπὶ στάσεις», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ῥιπίζω* «φυσώ, ανεμίζω τη φωτιά, ξανάβω»] …   Dictionary of Greek

  • ὑπερριπίζοντο — ὑπερρῑπίζοντο , ὑποριπίζω imperf ind mp 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπορριπιζόμενοι — ὑπορρῑπιζόμενοι , ὑποριπίζω pres part mp masc nom/voc pl ὑπορριπίζω fan from below pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»